μπότσα

μπότσα
η боца (мера жидкости, равная двум ока или 2,56 л)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπότσα" в других словарях:

  • μπότσα — η (Μ μπότσα και μπότζα) νεοελλ. μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως τού μούστου, ίσο με δύο οκάδες, δηλ. δυόμισυ περίπου χιλιόγραμμα μσν. εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bozza] …   Dictionary of Greek

  • μπότσα — η (λ. βενετ.), ξύλινο δοχείο για το μέτρημα του μούστου ή του κρασιού, χωρητικότητας τριών κιλών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουτζίκι — μπουτζίκι, τὸ (Μ) μετρική μονάδα χωρητικότητας δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού ουσ. μπότζα / μπότσα. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται είτε με το ιταλ. moggio, βεν. mozo «μόδιος» είτε με τουρκ. buşuk «μισός»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»